μοναρχοφασίστας

μοναρχοφασίστας
ο
οπαδός τού μοναρχοφασισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάρχης + φασίστας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”